Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐδείς ὅστις οὐ < → δείτε τις λέξεις οὐδείς, ὅστις και οὐ

  Έκφραση επεξεργασία

οὐδείς ὅστις οὐ αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • οι πάντες, όλοι ανεξαιρέτως.