οψόμεθα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οψόμεθα < αρχαία ελληνική ὀψόμεθα < ὄψομαι, μέλλοντας του ρήματος ὁρῶ
Έκφραση
επεξεργασίαοψόμεθα
- θα δούμε, θα δείξει
- θα μάθουμε στο μέλλον το αποτέλεσμα
- κάποια στιγμή θα ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οψόμεθα