Ετυμολογία

επεξεργασία
οψόμεθα < αρχαία ελληνική ὀψόμεθα < ὄψομαι, μέλλοντας του ρήματος ὁρῶ

  Έκφραση

επεξεργασία

οψόμεθα

  1. θα δούμε, θα δείξει
    • θα μάθουμε στο μέλλον το αποτέλεσμα
    • κάποια στιγμή θα ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία