Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

οχυρωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οχυρώνομαι
  2. θα οχυρωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οχυρώνομαι