οχυρωθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαοχυρωθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οχυρώνομαι
- θα οχυρωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οχυρώνομαι
οχυρωθούν