Ετυμολογία

επεξεργασία
οφθαλμοφανώς < ελληνιστική κοινή ὀφθαλμοφᾰνῶς[1] [2] < αρχαία ελληνική ὀφθαλμοφανής[3] [2]

  Επίρρημα

επεξεργασία

οφθαλμοφανώς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ὀφθαλμοφανῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 οφθαλμοφανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ὀφθαλμοφανής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.