Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ορθωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορθώνομαι
  2. θα ορθωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορθώνομαι