Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ορθοποδήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορθοποδώ
  2. θα ορθοποδήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορθοποδώ