Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ορθοποδήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορθοποδώ
  2. θα ορθοποδήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορθοποδώ