ορθοποδήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ορθοποδήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορθοποδώ
- θα ορθοποδήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορθοποδώ
ορθοποδήσουν