οργανικός νόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
οργανικός νόμος αρσενικό
- (νομικός όρος): ιδρυτικός νόμος δημόσιας υπηρεσίας που ρυθμίζει τη συγκρότηση και τη λειτουργία της.
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργανικός νόμος
|