Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπάκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική opaque

  Επίθετο επεξεργασία

οπάκ άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία