Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονόρε < ιταλική onore

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονόρε ουδέτερο άκλιτο

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνήθως μόνο στην έκφραση: για το ονόρε

  Μεταφράσεις επεξεργασία