Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ονοματίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ονοματίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ονοματίζω
  3. θα ονοματίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ονοματίζω