ονοματίζομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
ονοματίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ονοματίζω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ονοματίζομαι | ονοματιζόμουν(α) | θα ονοματίζομαι | να ονοματίζομαι | ||
β' ενικ. | ονοματίζεσαι | ονοματιζόσουν(α) | θα ονοματίζεσαι | να ονοματίζεσαι | (ονοματίζου) | |
γ' ενικ. | ονοματίζεται | ονοματιζόταν(ε) | θα ονοματίζεται | να ονοματίζεται | ||
α' πληθ. | ονοματιζόμαστε | ονοματιζόμαστε ονοματιζόμασταν |
θα ονοματιζόμαστε | να ονοματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ονοματίζεστε | ονοματιζόσαστε ονοματιζόσασταν |
θα ονοματίζεστε | να ονοματίζεστε | (ονοματίζεστε) | |
γ' πληθ. | ονοματίζονται | ονοματίζονταν ονοματιζόντουσαν |
θα ονοματίζονται | να ονοματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ονοματίστηκα | θα ονοματιστώ | να ονοματιστώ | ονοματιστεί | ||
β' ενικ. | ονοματίστηκες | θα ονοματιστείς | να ονοματιστείς | ονοματίσου | ||
γ' ενικ. | ονοματίστηκε | θα ονοματιστεί | να ονοματιστεί | |||
α' πληθ. | ονοματιστήκαμε | θα ονοματιστούμε | να ονοματιστούμε | |||
β' πληθ. | ονοματιστήκατε | θα ονοματιστείτε | να ονοματιστείτε | ονοματιστείτε | ||
γ' πληθ. | ονοματίστηκαν ονοματιστήκαν(ε) |
θα ονοματιστούν(ε) | να ονοματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ονοματιστεί | είχα ονοματιστεί | θα έχω ονοματιστεί | να έχω ονοματιστεί | ονοματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ονοματιστεί | είχες ονοματιστεί | θα έχεις ονοματιστεί | να έχεις ονοματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ονοματιστεί | είχε ονοματιστεί | θα έχει ονοματιστεί | να έχει ονοματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ονοματιστεί | είχαμε ονοματιστεί | θα έχουμε ονοματιστεί | να έχουμε ονοματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ονοματιστεί | είχατε ονοματιστεί | θα έχετε ονοματιστεί | να έχετε ονοματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ονοματιστεί | είχαν ονοματιστεί | θα έχουν ονοματιστεί | να έχουν ονοματιστεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ονοματίζομαι