ομονοήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαομονοήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομονοώ
- θα ομονοήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομονοώ
ομονοήσουμε