Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ολοκληρωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολοκληρώνομαι
  2. θα ολοκληρωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολοκληρώνομαι