Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολογράφως < (ελληνιστική κοινή) ὁλόγραφος

  Επίρρημα επεξεργασία

ολογράφως

  1. γράφοντας κάτι με όλα του τα γράμματα και όχι με κάποιο άλλο σύμβολο, πχ αριθμητικά ψηφία ή συντομογραφίες
    η βαθμολογία του μαθητή συμπληρώνεται στο απολυτήριο αριθμητικώς και ολογράφως

  Μεταφράσεις επεξεργασία