ολογράφως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολογράφως < (ελληνιστική κοινή) ὁλόγραφος
Επίρρημα
επεξεργασίαολογράφως
- γράφοντας κάτι με όλα του τα γράμματα και όχι με κάποιο άλλο σύμβολο, πχ αριθμητικά ψηφία ή συντομογραφίες
- η βαθμολογία του μαθητή συμπληρώνεται στο απολυτήριο αριθμητικώς και ολογράφως
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολογράφως
|