Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολιγαρχικώς < αρχαία ελληνική ὀλιγαρχικῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ολιγαρχικώς

  1. διοικητική συμπεριφορά που διακρίνεται από αυταρχικό τρόπο και όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από λιγότερους από όσους επιτρέπει η δημοκρατία, λόγιο επίρρημα για το ολιγαρχικά
  2. κυριολεκτικά, με κυβέρνηση που διοικεί ολιγαρχικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία