ολιγαρχικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγαρχικώς < αρχαία ελληνική ὀλιγαρχικῶς
Επίρρημα επεξεργασία
ολιγαρχικώς
- διοικητική συμπεριφορά που διακρίνεται από αυταρχικό τρόπο και όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από λιγότερους από όσους επιτρέπει η δημοκρατία, λόγιο επίρρημα για το ολιγαρχικά
- κυριολεκτικά, με κυβέρνηση που διοικεί ολιγαρχικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγαρχικώς
|