Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοδομούμαι, παθητική φωνή του οικοδομώ

  Ρήμα επεξεργασία

οικοδομούμαι

→ δείτε τη λέξη οικοδομώ