Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξημερώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξημερώνει
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξημερώνει
  3. θα ξημερώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξημερώνει