ξεσπάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσπάζω < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξέσπασα του αρχαία ελληνική ἐκσπάω
Ρήμα
επεξεργασίαξεσπάζω (& ξεσπάω-ξεσπώ)
- άλλη εκφορά του ξεσπάω
→ δείτε τη λέξη ξεσπάω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσπάζω | ξέσπαζα | θα ξεσπάζω | να ξεσπάζω | ξεσπάζοντας | |
β' ενικ. | ξεσπάζεις | ξέσπαζες | θα ξεσπάζεις | να ξεσπάζεις | ξέσπαζε | |
γ' ενικ. | ξεσπάζει | ξέσπαζε | θα ξεσπάζει | να ξεσπάζει | ||
α' πληθ. | ξεσπάζουμε | ξεσπάζαμε | θα ξεσπάζουμε | να ξεσπάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσπάζετε | ξεσπάζατε | θα ξεσπάζετε | να ξεσπάζετε | ξεσπάζετε | |
γ' πληθ. | ξεσπάζουν(ε) | ξέσπαζαν ξεσπάζαν(ε) |
θα ξεσπάζουν(ε) | να ξεσπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέσπασα | θα ξεσπάσω | να ξεσπάσω | ξεσπάσει | ||
β' ενικ. | ξέσπασες | θα ξεσπάσεις | να ξεσπάσεις | ξέσπασε | ||
γ' ενικ. | ξέσπασε | θα ξεσπάσει | να ξεσπάσει | |||
α' πληθ. | ξεσπάσαμε | θα ξεσπάσουμε | να ξεσπάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσπάσατε | θα ξεσπάσετε | να ξεσπάσετε | ξεσπάστε | ||
γ' πληθ. | ξέσπασαν ξεσπάσαν(ε) |
θα ξεσπάσουν(ε) | να ξεσπάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσπάσει | είχα ξεσπάσει | θα έχω ξεσπάσει | να έχω ξεσπάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσπάσει | είχες ξεσπάσει | θα έχεις ξεσπάσει | να έχεις ξεσπάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσπάσει | είχε ξεσπάσει | θα έχει ξεσπάσει | να έχει ξεσπάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσπάσει | είχαμε ξεσπάσει | θα έχουμε ξεσπάσει | να έχουμε ξεσπάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσπάσει | είχατε ξεσπάσει | θα έχετε ξεσπάσει | να έχετε ξεσπάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσπάσει | είχαν ξεσπάσει | θα έχουν ξεσπάσει | να έχουν ξεσπάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσπάζω
|