Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσπάζω < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξέσπασα του αρχαία ελληνική ἐκσπάω

ξεσπάζω (& ξεσπάω-ξεσπώ)

→ δείτε τη λέξη ξεσπάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία