Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξερόλιθος < ξερό- + λίθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξερόλιθος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία