Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπαίρνομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπαίρνομαι

  1. επαινώ τον εαυτό μου
  2. βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης, ζάλης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία