Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενοκρατούμαι < ξενοκρατοῦμαι < ξένος + κρατοῦμαι < κρατάω < κράτος

  Ρήμα επεξεργασία

ξενοκρατούμαι

  1. (για χώρα) βρίσκομαι υπό κατοχή ξένων δυνάμεων, έχω χάσει την εθνική μου κυριαρχία
  2. (για χώρα) διατηρώ εθνική κυριαρχία, αλλά σημαντικοί τομείς όπως ο οικονομικός ελέγχονται από μη εθνικές δυνάμεις
  3. (για τομείς δραστηριότητας) βρίσκομαι υπό την έντονη επίδραση ξένων πολιτισμών ή υπόκειμαι σε ξένα συμφέροντα
    Η γλώσσα της πληροφορικής ξενοκρατείται

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία