Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμυτώ < ξε + μύτη

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμυτώ και ξεμυτίζω

  1. προβάλλω από κάπου δειλά-δειλά, διακριτικά ή και κρυφά, για να προστατευτώ είτε από καιρικές συνθήκες είτε από άτομα που δεν θέλω να με αντιληφθούν
    Δεν ξεμυτώ με αυτό τον παλιόκαιρο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία