ξεμυτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξεμυτώ και ξεμυτίζω
- προβάλλω από κάπου δειλά-δειλά, διακριτικά ή και κρυφά, για να προστατευτώ είτε από καιρικές συνθήκες είτε από άτομα που δεν θέλω να με αντιληφθούν
- Δεν ξεμυτώ με αυτό τον παλιόκαιρο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεμυτώ
|