ξεκληριστείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαξεκληριστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκληρίζομαι
- θα ξεκληριστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκληρίζομαι
ξεκληριστείς