ξεζεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεζεύω < μεσαιωνική ελληνική ξεζεύγω και ξεζεύγνω < ξε και αρχαία ελληνική ζεύγνυμι
Ρήμα
επεξεργασίαξεζεύω
- λύνω τα ζευγμένα βόδια ή τους ημίονους
- (παρωχημένο) κατά το μεσαίωνα σήμαινε και το χωρισμό του ζευγαριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεζεύω
|