Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαργιτού < εξ έργου, που σημαίνει ότι κάνω κάτι επίτηδες, σκόπιμα

  Επίρρημα επεξεργασία

ξαργιτού ή αξάργου (στην Ανατολική Κρήτη)