ξαποστάσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ξαποστάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξαποσταίνω
- θα ξαποστάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξαποσταίνω
ξαποστάσετε