Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναδοκιμάζω < ξανά + δοκιμάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναδοκιμάζω

μην ανησυχείς που δεν πετυχαίνεις, ξαναδοκίμασε μέχρι να πετύχεις!

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία