Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαλέθω < μεσαιωνική ελληνική ξε + ἀλέθω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαλέθω

Εκφράσεις επεξεργασία

  • Όσο ν' αλέσω να ξαλέσω, έγινε το φαῒ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία