Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ξαγοράρηδες

  1. ξαγοράρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ξαγοράρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. ξαγοράρης, στην κλητική του πληθυντικού