νυχτοπερπατήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
νυχτοπερπατήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυχτοπερπατώ
- θα νυχτοπερπατήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυχτοπερπατώ