ντρουβιό
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντρουβιό, ουδέτερο
- (κερκυραϊκά) άλλη μορφή του ντρούβι: το ελαιοτριβείο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σε άλλες διαλέκτους → δείτε τη λέξη ντρούβι