Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ντρουβιό του Τσίκη, 1928, Παξοί

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντρουβιό < ντρούβ(ι) + -ιό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντρουβιό, ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • σε άλλες διαλέκτους → δείτε τη λέξη ντρούβι