Ετυμολογία

επεξεργασία
ντρίτα < diritta (ιταλικά)

  Επίρρημα

επεξεργασία

ντρίτα

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) ίσια, ευθεία μπροστά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία