Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντρίτα < diritta (ιταλικά)

  Επίρρημα επεξεργασία

ντρίτα

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) ίσια, ευθεία μπροστά

  Μεταφράσεις επεξεργασία