Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ντουφεκίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ντουφεκίζω
  2. θα ντουφεκίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ντουφεκίζω