ντουφεκίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαντουφεκίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ντουφεκίζω
- θα ντουφεκίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ντουφεκίζω
ντουφεκίσεις