ντουμανιάσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαντουμανιάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ντουμανιάζω
- θα ντουμανιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ντουμανιάζω