νταραβεριστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανταραβεριστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νταραβερίζομαι
- θα νταραβεριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νταραβερίζομαι
νταραβεριστώ