→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νταουλάρης < νταούλ(ι) + -άρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νταουλάρης αρσενικό

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.224.