Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νταγιαντίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νταγιαντίζω
  2. θα νταγιαντίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νταγιαντίζω