ντάρι ντάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαντάρι ντάρι
- ταίρι - ταίρι, κατά ζεύγη, ζευγαρωτά
- αναφέρεται ως ρυθμική επωδός σε ελληνικά δημοτικά τραγούδια κυρίως νησιώτικα.
- * ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι στο γιαλό πετούν οι γλάροι.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία<references>
- ↑ η άποψη ότι προέρχεται εκ της τουρκικής dari (γενική, δοτική, αιτιατική ενικού του dar = οικία), όπου ντάρι ντάρι σημαίνει από οικία σε οικία, αποδεικνύεται από την ελληνική χρήση ότι δεν ευσταθεί