νοσφισθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανοσφισθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοσφίζομαι
- θα νοσφισθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοσφίζομαι
νοσφισθούν