Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

νοσηλευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοσηλεύομαι
  2. θα νοσηλευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοσηλεύομαι