νοσηλευτούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανοσηλευτούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοσηλεύομαι
- θα νοσηλευτούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοσηλεύομαι