Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νοσηλευτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοσηλεύομαι
  2. θα νοσηλευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοσηλεύομαι