Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νικηθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νικιέμαι
  2. θα νικηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νικιέμαι