Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νικηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νικιέμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νικιέμαι
  3. θα νικηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νικιέμαι