Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

νεωτερίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεωτερίζω
  2. θα νεωτερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεωτερίζω