νεωτερίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανεωτερίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεωτερίζω
- θα νεωτερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεωτερίζω
νεωτερίσουν