Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεωστί
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεωστί < νέως (<
νέος
) + -τί (επιρρηματικό επίθημα)
Επίρρημα
επεξεργασία
νεωστί
(
χρονικό
)
πριν από λίγο,
μόλις
,
πρόσφατα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεωστί
ισπανικά
:
recientemente
(es)
,
últimamente
(es)
πολωνικά
:
niedawno
(pl)
,
ostatnio
(pl)