Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροεπιστήμες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, πληθυντικός της λέξης: νευροεπιστήμη

  • (ιατρική) η νευρολογία, η κλινική ψυχολογία, η ψυχιατρική, η εγκεφαλολογία, η νευροενδοκρινολογία κι άλλοι ιατρικοί τομείς που ασχολούνται με τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα

Σημειώσεις επεξεργασία

Όταν κάποιος επιστήμονας αναφέρει ότι ασχολείται με τις νευροεπιστήμες, συχνά ακολουθεί συγκεκριμένο κλάδο-τομέα, όμως έχει επίγνωση και μελετά συνολικά τα δεδομένα του τομέα του και ανά περίπτωση χρησιμοποιεί γνώση, δεδομένα και μεθόδους (όταν αυτό χρειάζεται) και από άλλους νευροεπιστημονικούς κλάδους. Κάτι τέτοιο ακούγεται αυτονόητο όμως δεν ίσχυε στο παρελθόν, ειδικά όσον αφορά τους φιλοσοφικούς ψυχολόγους που έδιναν λιγότερη έμφαση σε στατιστικά δεδομένα ή ερμήνευαν συχνά (όχι πάντα) τα δεδομένα βάση της κοινής λογικής αντί να ορίσουν μεταβλητές νέου πειράματος και να συλλέξουν νέα δεδομένα αντί ερμηνειών.